ἀνθρώπινος

Count: 2

NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN belonging to mankind; human

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀνθρώπινος NOM.SG MASC ἀνθρώπινος NOUN 34
ἀνθρώπινος GEN.SG MASC ἀνθρώπινος NOUN 28
ἀνθρώπινος NOM.SG MASC ἀνθρώπινος ADJ 25
ἀνθρώπινος GEN.SG MASC ἀνθρώπινος ADJ 2
ἀνθρώπινος GEN.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 2
ἀνθρώπινος NOM.SG MASC ἀνθρώπινος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἀνθρώπινοϲ NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινα NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρώπινον NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
ἀνθρώπινα NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1
Ἀνθρωπίνη NOM.SG FEM ἀνθρώπινος NOUN 1