δορίκτητον

Count: 2

ACC.SG FEM δορίκτητος NOUN won by the spear

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δορίκτητον ACC.SG FEM δορίκτητος ADJ 11
δορίκτητον ACC.SG MASC δορίκτητος NOUN 1
δορίκτητον ACC.SG NEUT δορίκτητος ADJ 1