δουλεία

Count: 2

ACC.PL NEUT δουλεία NOUN servitude, slavery, bondage

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δουλεία NOM.SG FEM δουλεία NOUN 101
δουλεία VOC.SG FEM δουλεία NOUN 2
δουλεία NOM.DU FEM δουλεία NOUN 2
δουλεία PRES ACT 3SG IND δουλεία VERB 1
δουλεία ACC.SG FEM δουλεία NOUN 1