ὑποσαρκίδιος

Count: 2

NOM.SG MASC ὑποσαρκίδιος NOUN under the flesh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὑποσαρκίδιος NOM.SG MASC ὑποσαρκίδιος ADJ 1
ὑποσαρκίδιος PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP ὑποσαρκίδιος VERB 1
ὑποσαρκίδιος NOM.SG FEM ὑποσαρκίδιος ADJ 1