κατήγορός

Count: 2

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 80
κατήγοροϲ NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 3
κατγόρους NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1