δημώδει

Count: 2

DAT.SG FEM καταγέλαστος NOUN ridiculous, absurd

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δημώδει DAT.SG NEUT καταγέλαστος ADJ 2
δημώδει DAT.SG FEM καταγέλαστος ADJ 2
δημώδει NOM.SG FEM καταγέλαστος ADJ 1
δημώδει DAT.SG MASC καταγέλαστος ADJ 1