μογοστόκος

Count: 2

GEN.SG MASC μογοστόκος NOUN helping women in hard childbirth

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μογοστόκος NOM.SG FEM μογοστόκος ADJ 5
μογοστόκος NOM.SG MASC μογοστόκος NOUN 4
μογοστόκος NOM.SG MASC μογοστόκος ADJ 2
μογοστόκος VOC.SG MASC μογοστόκος ADJ 1