μητροκτόνος

Count: 2

NOM.SG FEM μητροκτόνος ADJ killing one's mother, matricidal

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μητροκτόνος NOM.SG MASC μητροκτόνος ADJ 3
μητροκτόνος NOM.SG MASC μητροκτόνος NOUN 2
μητροκτόνος GEN.SG FEM μητροκτόνος ADJ 1
μητροκτόνος GEN.SG MASC μητροκτόνος NOUN 1
μητροκτόνος NOM.SG FEM μητροκτόνος NOUN 1