διαιρεταὶ

Count: 2

NOM.PL MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρεταὶ NOM.PL FEM διαιρετός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρεταί NOM.PL MASC διαιρετός NOUN 1
διαιρετοί NOM.PL MASC διαιρετός NOUN 1