καθαρότητά

Count: 2

ACC.SG FEM καθαρότης NOUN cleanness, purity

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρότητα ACC.SG FEM καθαρότης NOUN 110
>καθαρότητα ACC.SG FEM καθαρότης NOUN 1