κροκοδείλου

Count: 2

GEN.SG NEUT κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλου GEN.SG MASC κροκόδειλος NOUN 17
κροκοδείλου GEN.SG MASC κροκόδειλος ADJ 10
κροκοδείλου PRES MID 2SG IMP κροκόδειλος VERB 1
κροκοδείλου GEN.SG FEM κροκόδειλος ADJ 1