Λωτὸς

Count: 2

NOM.SG MASC λωτός NOUN the lotus; flute, pipe, tube

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

λωτὸς NOM.SG MASC λωτός NOUN 21
λωτός NOM.SG MASC λωτός NOUN 5
Λωτάν NOM.SG MASC λωτός NOUN 3
Λωτόϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1
λωτὸϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1
λωτόϲ NOM.SG MASC λωτός NOUN 1