κατάδικον

Count: 2

ACC.SG MASC κατάδικος NOUN having judgement given against

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατάδικον ACC.SG MASC κατάδικος ADJ 5
κατάδικον NOM.SG NEUT κατάδικος ADJ 4
κατάδικον ACC.SG FEM κατάδικος ADJ 2
κατάδικον ACC.SG NEUT κατάδικος ADJ 1