εἰδωλολατρείας

Count: 2

NOM.SG MASC εἰδωλολατρεία NOUN idolatry

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

εἰδωλολατρείας GEN.SG FEM εἰδωλολατρεία ADJ 48
εἰδωλολατρείας GEN.SG FEM εἰδωλολατρεία NOUN 23
εἰδωλολατρείας ACC.PL FEM εἰδωλολατρεία ADJ 15
εἰδωλολατρείας ACC.PL FEM εἰδωλολατρεία NOUN 5
εἰδωλολατρείας NOM.SG MASC εἰδωλολατρεία ADJ 1
εἰδωλολατρείας GEN.SG MASC εἰδωλολατρεία ADJ 1