συνίστησιν

Count: 2

DAT.PL FEM συνίστημι NOUN to set together, combine, associate, unite, band together

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνίστησιν PRES ACT 3SG IND συνίστημι VERB 135
συνίστησιν ACC.SG FEM συνίστημι NOUN 29
συνίστησιν AOR ACT 3PL SBJV συνίστημι VERB 2
συνίστησιν PRF ACT 3PL IND συνίστημι VERB 1
συνίστησιν AOR ACT 3SG SBJV συνίστημι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

συνίστησι DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 1
ϲυνεϲτηκυίαιϲ DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 1
ϲυνεϲτώϲαιϲ DAT.PL FEM συνίστημι NOUN 1