εὐκίνητα

Count: 2

NOM.SG FEM εὐκίνητος NOUN easily moved

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

εὐκίνητα NOM.PL NEUT εὐκίνητος ADJ 17
εὐκίνητα ACC.PL NEUT εὐκίνητος ADJ 10
εὐκίνητα COMP NOM.PL NEUT εὐκίνητος ADJ 1
εὐκίνητα ACC.SG FEM εὐκίνητος NOUN 1
εὐκίνητα NOM.PL NEUT εὐκίνητος NOUN 1