μετεωρισμοὺς

Count: 2

ACC.PL MASC μετεωρισμός NOUN rising to the surface

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μετεωρισμούς ACC.PL MASC μετεωρισμός NOUN 3
Μετεωρισμοὺς ACC.PL MASC μετεωρισμός NOUN 1