φθοροποιὸς

Count: 2

NOM.SG MASC φθοροποιός NOUN causing destruction

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φθοροποιὸς NOM.SG MASC φθοροποιός ADJ 6
φθοροποιὸς NOM.SG FEM φθοροποιός ADJ 4

Other Forms With Same Analysis

φθοροποιός NOM.SG MASC φθοροποιός NOUN 1