δυνάμεις

Count: 2

DAT.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνάμεις ACC.PL FEM δύναμις NOUN 2,832
δυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1,140
δυνάμεις GEN.PL FEM δύναμις NOUN 4
δυνάμεις ACC.SG FEM δύναμις NOUN 4
δυνάμεις VOC.PL FEM δύναμις NOUN 3
δυνάμεις NOM.SG FEM δύναμις NOUN 3
δυνάμεις GEN.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεις INDECL δύναμις NOUN 1
δυνάμεις NOM.PL FEM δυνάμς NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάμεσιν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 458
δυνάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 413
δυνάμεσίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 18
δυνάμεσί DAT.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμεϲιν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 7
δυνάμεϲι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 5
δυνάμ DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυ|νάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεϲίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεςι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεσιξύλων DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
Δυνάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
κἂντῶνἐπὶταἱςδυνάμεσιπαραβαίνη DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1