Καθαρμοὺς

Count: 2

ACC.PL MASC καθαρμός NOUN a cleansing, purification

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρμοὺς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 36
καθαρμούς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 16
Καθαρμούς ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1
Καθαρμοὺϲ ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμοὺϲ ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμούϲ ACC.PL MASC καθαρμός NOUN 1