Περιπάτων

Count: 2

NOM.SG MASC περίπατος NOUN a walking about, walking

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπάτων GEN.PL MASC περίπατος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

περίπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 30
περίπατοϲ NOM.SG MASC περίπατος NOUN 4
Περίπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 3
περῖπατος NOM.SG MASC περίπατος NOUN 1
περίπατός NOM.SG MASC περίπατος NOUN 1