ἐπιγραμματοποιὸς

Count: 2

NOM.SG MASC ἐπιγραμματοποιός NOUN epigrammatist

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἐπιγραμματοποιός NOM.SG MASC ἐπιγραμματοποιός NOUN 1
ἐπιγραμματοποιὸϲ NOM.SG MASC ἐπιγραμματοποιός NOUN 1