Δικαιώματα

Count: 2

ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN an act by which wrong is set right

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δικαιώματα NOM.PL NEUT δικαίωμα NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

δικαιώματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 174
δικαιώματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 112
δικαιωτήρια ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 19
δικαιῶματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιάματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματαά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιωματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματὰ ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1