διάνοια

Count: 2

ACC.SG FEM διάνοια NOUN a thought, intention, purpose

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάνοια NOM.SG FEM διάνοια NOUN 985
διάνοια VOC.SG FEM διάνοια NOUN 18
διάνοια ACC.PL NEUT διάνοια NOUN 1
διάνοια GEN.SG FEM διάνοια NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάνοιαν ACC.SG FEM διάνοια NOUN 2,588
διάνοιάν ACC.SG FEM διάνοια NOUN 33
διανοίαν ACC.SG FEM διάνοια NOUN 8
διάνοιαν᾿ ACC.SG FEM διάνοια NOUN 4
διάνοιαντ ACC.SG FEM διάνοια NOUN 1
διανοία̣ ACC.SG FEM διάνοια NOUN 1
διάνοιωαν ACC.SG FEM διάνοια NOUN 1
διαίνοιαν ACC.SG FEM διάνοια NOUN 1
διανοίαU+03F2 ACC.SG FEM διάνοια NOUN 1