διαί|ρεσις

Count: 2

NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 924
διαίρεσίς NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 29
Διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 8
διαίρεϲιϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 7
διαίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 6
δίαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
διαίρεσις᾿ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
ϲυναίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1