διάπυρος

Count: 2

NOM.SG FEM διάπυρος NOUN red-hot

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάπυρος NOM.SG MASC διάπυρος ADJ 23
διάπυρος NOM.SG FEM διάπυρος ADJ 13
διάπυρος NOM.SG MASC διάπυρος NOUN 3
διάπυρος GEN.SG NEUT διάπυρος NOUN 1