κροκόδειλοϲ

Count: 2

NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος ADJ 2
κροκόδειλοϲ NOM.SG FEM κροκόδειλος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 37
Κροκόδειλος NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 3
Κροκόδειλοϲ NOM.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1