δικαστ

Count: 2

VOC.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαστ ACC.PL NEUT δικαστής NOUN 1
δικαστ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ GEN.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ DAT.PL MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικασταί VOC.PL MASC δικαστής NOUN 1,022
δικασταὶ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 7