ματαιότης

Count: 2

GEN.SG FEM ματαιότης NOUN vanity, purposelessness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ματαιότης NOM.SG FEM ματαιότης NOUN 51
ματαιότης NOM.SG FEM ματαιότης ADJ 4
ματαιότης NOM.SG MASC ματαιότης ADJ 2
ματαιότης NOM.SG MASC ματαιότης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ματαιότητός GEN.SG FEM ματαιότης NOUN 3