διπλασίων

Count: 2

PRES ACT NOM.SG MASC PTCP διπλάσιος VERB twofold, double, twice as much as, twice as many as, as long as

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διπλασίων GEN.PL NEUT διπλάσιος ADJ 44
διπλασίων COMP NOM.SG MASC διπλάσιος ADJ 44
διπλασίων COMP NOM.SG FEM διπλάσιος ADJ 40
διπλασίων GEN.PL MASC διπλάσιος ADJ 13
διπλασίων NOM.SG FEM διπλάσιος ADJ 8
διπλασίων NOM.SG MASC διπλάσιος ADJ 5
διπλασίων GEN.PL NEUT διπλάσιος NOUN 2
διπλασίων GEN.PL FEM διπλάσιος ADJ 2
διπλασίων NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 1