Δαιμόνιος

Count: 2

NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δαιμόνιος NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 9
δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιός NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιε NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιόϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
Δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1