παχύτης

Count: 2

GEN.SG FEM παχύτης NOUN thickness, stoutness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παχύτης GEN.SG FEM παχύτης ADJ 11
παχύτης NOM.SG FEM παχύτης NOUN 10
παχύτης NOM.SG FEM παχύτης ADJ 3
παχύτης NOM.SG MASC παχύτης ADJ 1
παχύτης NOM.SG MASC παχύτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

λεπτότητος GEN.SG FEM παχύτης NOUN 52
παχύτητος GEN.SG FEM παχύτης NOUN 45
παχύτητοϲ GEN.SG FEM παχύτης NOUN 4
λεπτότητης GEN.SG FEM παχύτης NOUN 1
λεπτότητοϲ GEN.SG FEM παχύτης NOUN 1
λεπτότητός GEN.SG FEM παχύτης NOUN 1
Παχύτητος GEN.SG FEM παχύτης NOUN 1
παχύτητός GEN.SG FEM παχύτης NOUN 1