λεπτῇ

Count: 2

INDECL λεπτός ADV (husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

λεπτῇ DAT.SG FEM λεπτός ADJ 60
λεπτῇ DAT.PL FEM λεπτός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

λεπτῶς INDECL λεπτός ADV 95
λεπτοῦ INDECL λεπτός ADV 4
λεπτῶϲ INDECL λεπτός ADV 2
βοαχὺ INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοτάτως INDECL λεπτός ADV 1
λεπτὸν INDECL λεπτός ADV 1
λεπτὴν INDECL λεπτός ADV 1
λεπτοῖϲ INDECL λεπτός ADV 1
σχρὰν INDECL λεπτός ADV 1