συμφορά

Count: 2

ACC.SG FEM συμφορά NOUN an event, circumstance, misfortune, disaster

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 79
συμφορά NOM.SG FEM συμφορά NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

συμφορὰν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 468
συμφοράν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 242
ξυμφορὰν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 34
συμφορὴν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 21
ξυμφοράν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 13
συμφορήν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 7
ϲυμφορὰν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 6
ϲυμφοράν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 4
ξυμφορὴν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 3
συμφορὰ ACC.SG FEM συμφορά NOUN 2
ξυμφορήν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 2
συμφορᾷ ACC.SG FEM συμφορά NOUN 1
ξυμφορὰ ACC.SG FEM συμφορά NOUN 1
Ξυμφοράν ACC.SG FEM συμφορά NOUN 1