περιλιμπάνεσθαι

Count: 2

PRES MID INF περιλείπομαι VERB to be left remaining, remain over, survive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιλείπεσθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 9
περιλελεῖφθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1
περιλείπεϲθαι PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1
περιλείπεϲθαί PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1
περιλείπεσθαί PRES MID INF περιλείπομαι VERB 1