κασίγνηται

Count: 2

VOC.PL MASC κασιγνήτη NOUN a sister

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κασίγνηται NOM.PL MASC κασιγνήτη NOUN 8
κασίγνηται NOM.PL FEM κασιγνήτη NOUN 5
κασίγνηται PRES MID 3SG SBJV κασιγνήτη VERB 3
κασίγνηται PRF MID 3SG IND κασιγνήτη VERB 1
κασίγνηται VOC.PL FEM κασιγνήτη NOUN 1