διάστημʼ

Count: 2

NOM.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάστημʼ ACC.SG NEUT διάστημα NOUN 4

Other Forms With Same Analysis

διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 805
διάστημά NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 74
Διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 7
διάστημ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 3
<διάστημα> NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1
διάστῆμα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1