παρακολουθήσειε

Count: 2

AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB to follow beside, follow closely

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

παρακολουθήσειεν AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB 4
παρηκολούθηϲε AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB 2
παρακολουθήϲειε AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB 2
παρακολουθήσαι AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB 1
παρακολουθή AOR ACT 3SG OPT παρακολουθέω VERB 1