Σύμβουλός

Count: 2

NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN an adviser, counsellor

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 167
ξύμβουλος NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 15
σύμβουλός NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 6
ϲύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 5
σύμβουλον NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1
ξύμβουλοϲ NOM.SG MASC σύμβουλος NOUN 1