διεφθάρκει

Count: 2

IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διεφθάρκει PLPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 6

Other Forms With Same Analysis

διέφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 43
διέφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 35
ἐφύλαζε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
ἐφύλατ IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρεσκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθείρατε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθαρκε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διάφθειρε IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διεφθειρεν IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1