σαλπικτὴς

Count: 2

NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σαλπικτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 7
σαλπιγκτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 3
Σαλπιγκτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1
Σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1
σαλπικτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1