φαντασία

Count: 2

ACC.SG FEM φαντασία NOUN imagination, the power by which an object is presented

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 972
φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 4
φαντασία VOC.SG FEM φαντασία NOUN 3
φαντασία ACC.PL FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.DU FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία VOC.DU FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

φαντασίαν ACC.SG FEM φαντασία NOUN 1,290
Φαντασίαν ACC.SG FEM φαντασία NOUN 2
φαντασίην ACC.SG FEM φαντασία NOUN 1
φάνειάν ACC.SG FEM φαντασία NOUN 1