ὀρεκτικόν

Count: 2

NOM.SG NEUT ὀρεκτικός NOUN of or for the desires, appetitive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὀρεκτικόν NOM.SG NEUT ὀρεκτικός ADJ 42
ὀρεκτικόν ACC.SG NEUT ὀρεκτικός ADJ 18
ὀρεκτικόν ACC.SG MASC ὀρεκτικός ADJ 1
ὀρεκτικόν ACC.SG NEUT ὀρεκτικός NOUN 1