κατηγορου

Count: 2

GEN.SG MASC κατηγορέω NOUN to speak against, to accuse

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατηγορου PRES MID GEN.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 4
κατηγορου PRES MID GEN.PL NEUT PTCP κατηγορέω VERB 2
κατηγορου PRES MID DAT.SG MASC PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγορου PRES MID GEN.SG NEUT PTCP κατηγορέω VERB 1
κατηγορου PRES MID GEN.PL MASC PTCP κατηγορέω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

κατηγορόυ GEN.SG MASC κατηγορέω NOUN 1
κατηγορού GEN.SG MASC κατηγορέω NOUN 1
κατηγορήϲω GEN.SG MASC κατηγορέω NOUN 1
Κατηγορῶ GEN.SG MASC κατηγορέω NOUN 1