γελαστικόν᾿

Count: 2

ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ inclined to laugh

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γελαστικόν᾿ NOM.SG NEUT γελαστικός ADJ 4
γελαστικόν᾿ ACC.SG FEM γελαστικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

γελαστικὸν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 23
γελαστικόν ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 16
γελαστικὸ ACC.SG NEUT γελαστικός ADJ 1