συμβουλευτικόν

Count: 2

NOM.SG NEUT συμβουλευτικός NOUN of or for advising, hortatory

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συμβουλευτικόν ACC.SG NEUT συμβουλευτικός ADJ 5
συμβουλευτικόν NOM.SG NEUT συμβουλευτικός ADJ 3
συμβουλευτικόν ACC.SG MASC συμβουλευτικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Συμβουλευντικὸν NOM.SG NEUT συμβουλευτικός NOUN 1