δαιμονία

Count: 2

NOM.SG FEM δαιμόνιος ADJ of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δαιμονία NOM.SG FEM δαιμόνιος NOUN 20
δαιμονία VOC.SG FEM δαιμόνιος NOUN 1
δαιμονία ACC.PL NEUT δαιμόνιος NOUN 1
δαιμονία VOC.DU FEM δαιμόνιος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δαιμόνιος NOM.SG FEM δαιμόνιος ADJ 15
δαιμονίη NOM.SG FEM δαιμόνιος ADJ 9
δαιμόνιη NOM.SG FEM δαιμόνιος ADJ 1