φλεγματώδεσι

Count: 2

DAT.PL NEUT φλεγματώδης NOUN inflammatory

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φλεγματώδεσι DAT.PL NEUT φλεγματώδης ADJ 5
φλεγματώδεσι SUP DAT.PL MASC φλεγματώδης ADJ 3
φλεγματώδεσι DAT.PL FEM φλεγματώδης ADJ 2
φλεγματώδεσι DAT.PL MASC φλεγματώδης NOUN 1
φλεγματώδεσι COMP DAT.PL MASC φλεγματώδης ADJ 1
φλεγματώδεσι SUP DAT.PL NEUT φλεγματώδης ADJ 1
φλεγματώδεσι SUP DAT.PL FEM φλεγματώδης ADJ 1
φλεγματώδεσι DAT.PL MASC φλεγματώδης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

χολώδεσιν DAT.PL NEUT φλεγματώδης NOUN 21