πραγματείᾳ

Count: 3

NOM.PL FEM πραγματεία NOUN the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 504
πραγματείᾳ PRES MID 2SG IND πραγματεία VERB 1

Other Forms With Same Analysis

πραγματεῖαι NOM.PL FEM πραγματεία NOUN 31
πραγματοῖαι NOM.PL FEM πραγματεία NOUN 1
πραγματείαι NOM.PL FEM πραγματεία NOUN 1