σαλπιγκτής

Count: 3

NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN a trumpeter

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 7
σαλπικτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 2
Σαλπιγκτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1
Σαλπιγκτὴς NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1
σαλπικτής NOM.SG MASC σαλπιγκτής NOUN 1